ἐκτολυπεύσας

ἐκτολυπεύσας
ἐκτολυπεύσᾱς , ἐκτολυπεύω
wind off
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
ἐκτολυπεύσᾱς , ἐκτολυπεύω
wind off
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εκτολυπεύω — ἐκτολυπεύω (Α) 1. ξετυλίγω ένα κουβάρι μαλλιού ώς το τέλος 2. μτφ. εκτελώ, αποτελειώνω, φέρω εις πέρας (α. «χαλεπὸν πόνον ἐκτολυπεύσας», Ησίοδ. β. «οὐδὲν καίριον ἐκτολυπεύσειν». Αισχ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”